- θεμελιώνω
- (AM θεμελιῶ, -όω) [θεμέλιο]1. βάζω θεμέλια, ρίχνω θεμέλια, («πύργους... φοίνιξι θεμελιώσας», Ξεν.)2. μτφ. θέτω τις πρώτες βάσεις, στηρίζω, στερεώνω, χτίζω, δημιουργώ, ριζώνω («πάνω στη δικαιοσύνη θεμελιώνονται τα καλά πολιτεύματα»)νεοελλ.1. τεκμηριώνω, αποδεικνύω με επιχειρήματα («θεμελίωσε την άποψη σου»)2. στηρίζω κάτι κάπου, επιβεβαιώνω κάτι («παραφορούντ' απόμακρα, μα δεν τό θεμελιώνουν», Ερωτόκρ.)3. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) θεμελιωμένος, -η, -οα) οικοδομημένος, χτισμένοςβ) μτφ. ριζωμένος, στερεωμένοςγ) μτφ. γεροφτιαγμένος, καλοκαμωμένοςδ) μτφ. σίγουρος, βέβαιος.
Dictionary of Greek. 2013.